- σιταρχώ
- (I)ἡ, Αγυναίκα αξιωματούχος τής σιταρχίας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρχης «τροφοδότης» + επίθημα -ώ (πρβλ. μορφ-ώ)].————————(II)-έω, Ατροφοδοτώ ή μισθοδοτώ τους στρατιώτες ή άλλες ομάδες ανθρώπων (α. «σιταρχεῑν τοὺς στρατιώτας», επιγρ.β. «σιταρχεῑται δὴ ὁ δῆμος καὶ οἱ εὔποροι τοὺς ἐνδεεῑς ὑπολαμβάνουσιν», Στράβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -αρχῶ (< -αρχος < ἄρχω), πρβλ. κυρι-αρχῶ].
Dictionary of Greek. 2013.